ἀποβρέχω

ἀποβρέχω
ἀπό-βρέχω
Acut. (Sp.)
pres subj act 1st sg
ἀπό-βρέχω
Acut. (Sp.)
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποβρέχω — (AM ἀποβρέχω) διαβρέχω, μουσκεύω νεοελλ. απρόσ. παύει να βρέχει …   Dictionary of Greek

  • βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • προαποβρέχω — ΜΑ μαλακώνω κάτι προηγουμένως με ύγρανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποβρέχω «μουσκεύω, μουλιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • συναποβρέχω — Α [ἀποβρέχω] διαβρέχω κάτι συγχρόνως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”